- ανεμοσκόρπιστος
- -η, -οσκορπισμένος εδώ κι εκεί, ασωτεμένος, σπαταλημένος, ξοδεμένος άσκοπα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεμοσκόρπιστος — η, ο αυτός που τον σκορπά ο άνεμος, αυτός που εξαφανίζεται ξαφνικά: Χωρίς να το καταλάβω γίνηκε ανεμοσκόρπιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)